θρύλος

θρύλος
ο
1. διάδοση ή φήμη αβέβαιη: Κυκλοφορούν διάφοροι θρύλοι για το θέμα αυτό.
2. προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά που αναφέρεται σε πρόσωπα ηρωικά και σε ένδοξα κατορθώματα, μύθος: Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά.
3. πρόσωπο ή κατόρθωμα που στη φαντασία του λαού αποκτά μυθικές διαστάσεις: Τα κατορθώματα των κλεφτών έγιναν θρύλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρῦλος — noise as of many voices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • Θρύλος, Άλκης — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη …   Dictionary of Greek

  • Άλκης Θρύλος — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη …   Dictionary of Greek

  • θρύλλω — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc/acc dual θρῦλος noise as of many voices masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῦλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῦλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλος — θρῦλος noise as of many voices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”